Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

το ρεφρέν

См. также в других словарях:

  • ρεφρέν — και ρεφραίν, το, Ν άκλ. 1. το ύστερα από μία ή περισσότερες στροφές επαναλαμβανόμενο μέρος ποιήματος ή τραγουδιού, η επωδός 2. μτφ. καθετί που επαναλαμβάνεται στερεότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. refrain < ρ. refraindre «τσακίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ρεφρέν — το (λ. γαλλ.), άκλ., επωδός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρμανιόλα — (γαλλ. carmagnole, ιταλ. carmagnola). Τραγούδι ανώνυμου συνθέτη και λαϊκός χορός του δρόμου, κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας (Σεπτέμβριος 1793 Ιούλιος 1794) στη Γαλλική επανάσταση. Λέγεται ότι διαδόθηκε στο Παρίσι από Μασσαλιώτες εθελοντές το… …   Dictionary of Greek

  • ληντ — το μουσ. στροφικό τραγούδι για μία ή περισσότερες φωνές, με ή χωρίς ρεφρέν, με οργανική συνοδεία ή όχι, με μεγάλη ποικιλία στην τεχνοτροπία, στη μορφή και στις διαστάσεις και με ιδιαίτερο τρόπο ένωσης τού στίχου με τη μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • ρεφραίν — το, Ν άκλ. βλ. ρεφρέν …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κινκς — (The Kinks). Αγγλικό συγκρότημα ροκ μουσικής. Οι Κ. σχηματίστηκαν το 1963 στο Λονδίνο από τα αδέλφια Ρέι (τραγούδι και κιθάρα, 1944 –) και Ντέιβ (κιθάρα και πλήκτρα, 1947 –) Ντέιβις, με τον Πίτερ Κουέιφ στο μπάσο και –αφού προηγήθηκαν κάποιοι… …   Dictionary of Greek

  • Κοντολέων, Μάνος — (Αθήνα 1946 –). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Σμύρνη, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1922. Σπούδασε στο φυσικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως συνεργάτης της ΕΡΤ (Γ’ Πρόγραμμα), των… …   Dictionary of Greek

  • Νίγηρ — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Aλγερία και με τη Λιβύη, Δ με το Mάλι και με την Mπουρκίνα Φάσο, Ν με το Μπενίν και με τη Νιγηρία, Α με το Tσαντ.Tυπικό παράδειγμα χώρας που έχει δημιουργηθεί τεχνητά από τον αποικιακό διαμελισμό, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»